ἐσκέπασαν

ἐσκέπασαν
ἐσκέπᾱσαν , σκεπάω
cover
aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
σκεπάζω
cover
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”